Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προσμήχω — ΜΑ τρίβω και καθαρίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σμήχω «καθαρίζω, σπογγίζω»] … Dictionary of Greek
προσμώ — άω, Α προσμήχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σμῶ «καθαρίζω, σπογγίζω»] … Dictionary of Greek